- ασαλαμίνιος
- ἀσαλαμίνιος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει πλεύσει προς τη Σαλαμίνα ή που δεν πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσαλαμίνιος — ἀσαλαμ̱ίνιος , ἀσαλαμίνιος not having been at Salamis masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)